πλατύστομος — η, ο αυτός που έχει πλατύ στόμιο: Το πιθάρι είναι πλατύστομο δοχείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλατύστομον — πλατύστομος wide mouthed masc/fem acc sg πλατύστομος wide mouthed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυστόμῳ — πλατύστομος wide mouthed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύστομος — η, ο / παχύστομος, ον, ΝΑ 1. (για φιάλη) αυτός που έχει πλατύ και χειλοειδές στόμιο, πλατύστομος 2. (για πρόσ.) μτφ. (ιδίως για βαρβάρους) αυτός που προφέρει τις λέξεις με παχιά, τραχιά προφορά νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλατύ στόμα με … Dictionary of Greek
πλατυστομώ — έω, Α [πλατύστομος] μιλώ χρησιμοποιώντας πλατειασμούς, πλατειάζω … Dictionary of Greek
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek